- μουσκαρδίνος
- οζωολ. γένος τρωκτικών θηλαστικών τής οικογένειας gliridae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. muscardinus < γαλλ. muscardin, muscadin < γαλλ. muscat < μσν. γαλλ. muscat < υστερολατ. muscus < μόσχος].
Dictionary of Greek. 2013.